εγκαλώ — βλ. πίν. 76 (κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εγκαλώ — (AM ἐγκαλῶ, έω) 1. απαιτώ, ζητώ δικαστικά χρέος 2. απαιτώ, ζητώ κάτι υποστηρίζοντας πως μού ανήκει 3. καταγγέλλω, υποβάλλω μήνυση 4. (ως δικανικός όρος) ενάγω στο δικαστήριο 5. φέρνω αντίρρηση 6. επικαλούμαι μσν. 1. παρακαλώ 2. αναφέρω,… … Dictionary of Greek
εγκαλώ — εγκάλεσα, εγκαλέστηκα, εγκαλεσμένος, κινώ αγωγή, καταγγέλλω, υποβάλλω μήνυση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επεγκαλώ — ἐπεγκαλῶ, έω (Α) [εγκαλώ] κατηγορώ, εγκαλώ, εκφέρω κατηγορία εναντίον κάποιου («πάρεισι μὲν γὰρ οἷς ἐπεγκαλώ», Λυσ.) … Dictionary of Greek
προσκαλώ — προσκαλῶ, έω, ΝΑ, και προσκαλάω και προσκαλνώ Ν [καλῶ] καλώ κάποιον να έλθει σ εμένα, τόν φωνάζω, τού παραγγέλλω να έλθει ή να μεταβεί κάπου (α. «φίλοι τούς επροσκάλεσαν, τούς είχανε τραπέζι», δημ. τραγούδι β. «με τη σιγαλή λαλιά τον ήλιο… … Dictionary of Greek
ανέγκλητος — η, ο (AM ἀνέγκλητος, ον) αυτός που δεν μπορεί να κατηγορηθεί, άμεμπτος, άψογος νεοελλ. (για πράξη) μη αξιόποινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + εγκαλώ «απαιτώ δικαστικώς, μηνύω»] … Dictionary of Greek
διεγκαλώ — διεγκαλῶ ( έω) (AM) [εγκαλώ] 1. ενάγω 2. κατηγορώ στο δικαστήριο … Dictionary of Greek
εγκληματίζω — (Μ ἐγκληματίζω) νεοελλ. διαπράττω έγκλημα μσν. εγκαλώ … Dictionary of Greek
εγκληματεύω — ἐγκληματεύω (Μ) εγκαλώ … Dictionary of Greek
εν — (I) (AM ἐν, Α ποιητ. τ. ἐνί, εἰν, εἰνί) πρόθ. (με δοτ.) Ι. (για τόπο) 1. μέσα, εντός («νήσω ἐν ἀμφιρύτῃ», Ομ. Οδ.) 2. δηλώνει τη στάση σε τόπο («εν Αθήναις») 3. με κύρια ή προσηγορικά ονόματα ελλειπτικά με παράλειψη ουσ. (δόμοις, οίκω, μεγάρω,… … Dictionary of Greek